Καθημερινή Ηλέκτρα / Electre au quotidien / an everyday electra
Καθημερινή Ηλέκτρα
Δεν είσαι για φονικά Ορέστη μου καλέ μου
εσύ ήσουνα τόσο καιρό μακριά
δεν ξέρεις καν τους δρόμους
τις συνοικίες
τί να σου κάνουνε οι φωτογραφίες
με τις αναμνήσεις
του πατέρα μας
του αρχηγού
των νικητών
που δε νικήσανε
κι επειδή είμαι νεώτερη
μπορεί να το λέω εσύ
έζησες σ’ άλλες χώρες όπου
μπορεί να νομίζεις πως έχουν τη δύναμη
αυτοί που πρέπει – όμως κάθε φορά
που φέρνω το σταμνί ξέρω
θα τον δροσίσω τραγουδάει
κάνω υπομονή
εμείς δε θα γεράσουμε
συνεχίζουμε να παίζουμε όλα τα παιχνίδια
χωρίς να ντρεπόμαστε
μάλιστα εγώ μη ξαφνιάζεσαι
είμαι η γυναίκα του λαϊκού που μούτυχε
τί πιο μεγάλος φόνος για την μάνα
ακόμα σκέφτομαι μια αληθινή γέννα μαζί του
ξέρει να τραγουδάει
- όμως κάθε φορά
που κουβαλάω το νερό αν σωπάσει
θα μάθω κι άλλα τραγούδια
έπαιρνε κάθε πρωί το άσπρο άλογο
πως τόξερε;
πως τόξερε;
είμαι σίγουρη
προχωράω μαζί του για τον επόμενο σταθμό
τι θα μας σφυρίξει στ’ αυτί ο άνεμος κι η νεροποντή;
μπορεί να μας πεις γνωστή ερώτηση παλιά κουβέντα
τι θα γίνουνε οι γνωστοί σου δρόμοι
όταν γεμίσουνε από χιλιάδες κεραυνούς; τι θα γίνεις εσύ;
τι να σε κάνουν κι άμα σ’ αναγνωρίσουν;
μη ξεχνάς πως εσύ δεν είσαι Οιδίποδας Χριστός ή Χίτλερ
ντροπή δεν είναι να φοράς χρυσό στεφάνι
όταν μπορεί να εφαρμόζει πάντοτε σ’ άλλο κεφάλι
και κανείς στο δρόμο δε σε κοιτάει περίεργα ή υποφέρει
από κάποια εξουσία
ίσως αυτά που σκέφτομαι
να μη στα πω
την ώρα που αγριεμένος εσύ
θα πατάς (σ) την αυλή μου
μια θωριά με τους θεούς
(θάναι τα ρούχα σου ή η ξενικιά σου (πια) προ(σ)φορά;)
το χέρι γαντζωμένο στη λαβή
με μια τρυφερή καρδιά
το ξέρω αυτό δε θάχει αλλάξει
θα συγκινηθείς όταν δεις τον τόπο
θα κρεμαστείς απ’ τη συγκίνησή σου
θα ενθουσιαστείς
και γρήγορα σαν ένα ευκολόπιστο κι ευσπλαχνικό
αρχοντόπουλο
θα πάρεις πάνω σου ευθύνες που κανείς
δε σου ζήτησε
άμα βέβαια έρθεις
κάποια απόφαση θα πρέπει να πάρεις
και το καλύτερο πούχεις να κάνεις
είναι ν’ αντισταθείς
μαζί μ’ όλους εμάς
δείξε μου το δαχτυλίδι
να δω αν είσαι αδερφός
τώρα τελευταία μάλιστα έμαθα κι εγώ
για το βασιλιά πατέρα μας
σε τίποτα δεν άλλαξε
η σκλαβιά
με το θάνατό του
κι αυτή όταν τυχόν ακούσει πως θάρθει ο
ούτε τ’ όνομα δε θέλει ν’ ακούσει απ’ το φόβο της
θα ξέρεις βέβαια πως δε ψάχνουμε ποιόν ν’ ακολουθήσουμε
όργανα κανενός δε ζητάμε να γίνουμε
εσύ βέβαια θ’ ακούσεις το Φοίβο
λες κι είναι κουμανταδόρος από καλύτερο κουμάσι
κι εκείνο το παιχνίδι που ετοιμάζεις με την λήκυθο
τι το θέλεις τι σου χρειάζεται η περίσσια φήμη
στ’ αλήθεια θα πονέσω πολύ
μα πιο πολύ γιατί κανένας δε θα σε θυμηθεί
δε θα σε χρειαστεί
κι ούτε που περιμένει τίποτα από σένα
μόνον ο γέρος που σε φυγάδεψε πριν να πεθάνει ελπίζει
σε μια αλλαγή (ποιάν αλλαγή ούτε ξέρει ούτε τον νοιάζει είναι που σ’ αγαπάει)
ξεμωράθηκε σαν όλους τους άντρες αυτής της ηλικίας
ακόμα σκέφτομαι – όμως δεν το πιστεύω
αν κι εσύ δε θα γίνεις σαν τους άλλους
και πάλι τότε εγώ θα παρηγορώ θ’ αγκαλιάζω θα γεννάω το λαό
που εσύ θα διχτατορεύεις
κι οι άντρες αντί να γίνονται όλο πιο γνωστικοί με τα χρόνια
θα γίνονται όλο πιο ύπουλοι
και πιο σκληροί γεμάτοι ψευτιά και μίσος
την ώρα που αγριεμένος εσύ
μια δούλα αντί για μένα θ’ αναγνωρίσεις
και τον τόπο ούτε καν θα γνωρίσεις
γιατί άργησες νάρθεις;
γιατί να σου τα πω; κι όμως κι αν αυτό μας ξαναχωρίσει
θα στα πω – δεν πρέπει πια τίποτα να σου κρύβω
όπως κι εσύ απ’ όλους μας
όλοι να μαθαίνουμε την αλήθεια
ό, τι είσαι πέστο
ό, τι είναι διαλάλησέ το
ποια είμαι εγώ;
η δύναμη της ζωής είναι σ’ όλων τα χέρια
μες στις γυναίκες βαστάω τη θέση μου
που ξεριζώνει τ’ αρχίδια αυτής της εξουσίας
το ξέρω πως πολλοί το πήραν πια απόφαση
πως άλλοι πάλι ούτε το ξέρουνε ούτε τους νοιάζει
και πώς αλλιώς αφού εξουσία υπάρχει
κι εμείς δε ζούμε όλοι μαζί
δεν είμαστε καν εμείς
ούτε ξέρουμε πια τι διάολο είμαστε
πρώτο και βασικό
να παραδεχτούμε αυτό που υπάρχει γύρω μας
αυτοί όμως που το κατάλαβαν πως θα ζήσουνε:
πώς αλλιώς μπορεί να ζήσουνε
παρά με τη σιγουριά πώς
θάχουνε ζήσει μιαν άλλη ζωή
μιλάω για τα χαμένα τοπία
όλα αρχίζουνε από το ότι ποτέ
δε θα μπορέσω να ζήσω τη ζωή που θέλω
την καθημερινή μου λευτεριά γεμάτη δημιουργία κι ηδονή
πώς μπορώ να ζήσω την εξηντάχρονη γιορτή μου
παρά πεθαίνοντας κάθε μέρα
φτύνοντας αυτή τη σκατοκοινωνία
δε θέλω νάμαι το παράδειγμα για κανέναν
απαγορεύω να με χρησιμοποιούνε έτσι
δεν είμαι αρχηγός κανενός
ελπίζω όμως να γίνω για λίγο στον εαυτό μου
έτσι μπορεί να τον αφήσω επιτέλους έρμαιο της ελευθερίας του
να ζήσει
νάτανε να σκοτώσεις έναν
και να πέσει η εξουσία μια για πάντα
το δοκίμασε ο Βρούτος κι ο Ιούδας
ο λαός δε νοιώθει το ίδιο πράγμα
ή τουλάχιστο τέτοια σημάδια δεν έδειξε ακόμα
παλιότερα ίσως
όσο για κάτι ξύπνιους που ζουν κι αυτοί με αναμνήσεις
φανερώθηκαν πια στα μάτια του λαού
φανερωθήκανε όμως ακόμα πολύ λίγο
ή πολύ λίγο νοιάζεται ο λαός
δε ξέρω όλα είναι πιθανά αυτό που ξέρω είναι πως αντιστέκονται
μη ψάχνεις για τεράστιες φασαρίες και παντιέρες
εγώ πιστεύω σ’ αυτή τη μικρή καθημερινή αντίσταση στη φθορά
πούναι και γνώση της φθοράς
κι επίγνωση πώς χρειάζονται πιο μεγάλα πράγματα να γίνουνε
ζω χρόνια στην υπομονή σκλάβα
ή υπομονή με δίδαξε
σκλάβα να ζω μα αρχόντισσα
γιατί να θρηνούνε οι γυναίκες;
όταν θυσιάζανε ανθρώπους οι πρόγονοί μας
το ίδιο σφάζανε άντρες και γυναίκες
πόσο θάθελα να μπορούσες
να εξουσιάζεσαι
οι φήμες για τα γεγονότα
οι φήμες για την κατάντια
του τόπου και την δικιά μου
νάτανε για σένα μια αποστροφή
και μια ακύρωση
ένας έρωτας
πού πάει πια τέλειωσε
δεν έχεις άλλα πάρε δώσε
χαίρομαι που δεν εξουσιάζω πια κανέναν
κι άρχισα λίγο λίγο να εξουσιάζω να παίρνω στα χέρια μου τον εαυτό μου
πέφτει ο κουβάς
πέφτει μια πίκρα – πλαταγίζει
γυρνάει γεμάτος
μέσα του κρυστάλλινη ξαναγεννιέται η μορφή μου
από κει κάτω
έρχεται με κόπο ο κουβάς
γλιστράει η μορφή μου
ένα χέλι στον πάτο
το χέρι πάνω στο πρόσωπό μου
χαμογελάω σα να σου μιλάει το κορμί μου
πάντα κάτω από άγριους δυνάστες
οι καταδιωκόμενοι γίνονται ένα με το λαό
ή πολύ δόξα λες πώς σου ταιριάζει
άμα εσύ έναν τύραννο σκοτώσεις
η τυραννία δε χάνεται
μια τέτοια απόφαση
κι άμα τη πάρουμε κι οι δυό μας
τι νόημα θάχει ένας λαός τυραννιέται
όλοι μας ζούμε τη ρήξη μας μ’ αυτό το σύστημα
ξέρω που θα τραβήξει αυτή η υπόθεση
ξένος μες στο μελίσσι
φωτιά που δεν αφήνει στάχτη – αν όμως ο ξένος
θέλει ν’ αφήσει τη δύναμη της γροθιάς του
θα μπορεί πια να βρει τον εαυτό του
ή θα φύγει σα διωγμένος ξένος
ψάχνοντας για έναν άλλο τόπο μπορεί και τον δικό του
μπορεί διωγμένος κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό του
το πάθος πού δε γνώρισα φοβάμαι
πιστεύω σαυτό
όπως και νάρθουνε τα πράγματα
ό, τι κι αν έχω το θάρρος μες στη συγκίνησή μου να σου πω
το ίδιο μου κάνει ό, τι κι αν γίνει
κι αν ένα προσωπικό μου πόνο μ’ αφαιρέσεις
δε ξέρω μήπως μου προσθέσεις έναν άλλο πιο βαρύ
άμα εμείς (κι εγώ μαζί;) πάρουμε την εξουσία
πώς μπόρεσα και τάνοιωσα όλα αυτά εγώ
μ’ όλες αυτές τις σκέψεις πούκανα
άλλαξε ο τόπος κι εγώ
σα να βεβαιώθηκα πώς ένας άλλος κόσμος υπάρχει
σηκώνω το σταμνί
και το νερό μυρίζει χώμα
όπως και το κορμί του Αγαμέμνονα
δεν είναι αυτό κορμί
δεν είναι αυτό νερό
είναι η ζωή που χορεύει
απ’ το κορμί μου
αυτοκτονώντας και κάθε στιγμή
όλοι οι άνθρωποι αλλάζουν
μαγικές δυνάμεις στα λογιστικά τους χέρια
ξεπηδάνε
ζουν το νερό που πίνουν απ’ το στόμα της
βροχή ή κορίτσι
ζούνε κρυφά κι αντέχουν
έτσι δεν επιζούμε όλοι μας;
(κάποτε θα ζητήσουμε να ζήσουμε το σπίτι μας παντού)
σάς ξαναβρίσκω συντροφικά μάτια
νερό κι αστραπή
στα μάτια μου τα μάτια σου
πάντα με την ίδια λαχτάρα
είμαστε όλοι μαζί
κι ο καθένας αποφασισμένος
να χορεύουμε τη ζωή
εγώ αν και κάνω «πόλεμο»
δε θα μείνω παρθένα
αφιερωμένο βάζο σε θεό
που σε σπάει κατά λάθος το μανίκι μαινόμενου μινώταυρου τουρίστα
όχι θ’ αφήσω να μακρύνουν τα μαλλιά μου
όμορφη χωματένια δε θα σ’ αφήσω να μη με αναγνωρίσεις
ντροπή ν’ αφήνω να φανεί η ντροπή
δώστε μου το χέρι να πάμε στη γιορτή
μπροστά στους δήμιους
μπροστά στο θάνατο
μπροστά σε κάθε εξουσία
όλοι μας κι ο καθένας πρώτος να σέρνει το χορό
Αθήνα,1971.
...
ELECTRE AU QUOTIDIEN
Tu n’es pas fait pour les meurtres, mon bon [brave] Oreste,
tu étais si longtemps au loin
tu ne connais même pas les rues
ni les quartiers
que t’importent [à quoi bon] les photos
aux souvenirs
de notre père
chef
des vainqueurs
qui ne virent pas le jour de victoire [qui n’ont pas vaincu]
c’est parce que je suis plus jeune
que je dis ça peut-être toi
tu as vécu dans d’autres pays et tu crois
peut-être que le pouvoir est aux mains
de ceux qui le méritent – pourtant chaque fois
que j’apporte la cruche je sais
comment le désaltérer il chante
j’attends
nous, nous ne vieillirons pas
nous continuons à jouer tous les jeux
sans honte
et puis moi ne sois pas surpris
je suis femme d’un homme du peuple que le hasard a mis sur mon chemin [qui m’échut]
quel immense crime pour ma mère
encore je rêve d’une vraie naissance [d’enfanter] avec lui
il sait chanter
pourtant chaque fois que je porte l’eau s’il se tait un jour
moi j’apprendrai d’autres chansons
chaque matin il chevauchait son cheval blanc
comment le savait-il?
Comment le savait-il?
je suis sûre
je marche avec lui jusqu’à la prochaine station
qu’est-ce que le vent et l’averse [la ondée] nous chanteront-ils à l’oreille?
Peut-être, me diras-tu, question trop banale, sujet trop débattu
qu’adviendra-t-il des chemins que tu connais [familiers]
quand ils s’empliront de mille tonnerres? Qu’adviendra-t-il de toi?
Que feront-ils de toi s’ils te reconnaissent?
N’oublies pas que tu n’es pas Œdipe, ni le Christ ni Hitler
il n’est point honteux de porter une couronne dorée
du moment qu’elle pourrait seoir à toute autre tête
et personne alors ne te regarderait de manière bizarre personne ne souffrirait
du mal du pouvoir
peut-etre ne te dirai-je pas mes pensées
ne te les dirai-je pas
à l’heure où furieux
tu mettras les pieds à ma porte
au regard divin
(seront-ce tes vêtements ou le ton – don étrangers?)
la main sur le glaive
le cœur tendre
je sais que cela n’aura pas changé
l’émotion t’emplira quand tu verras ton pays
tu te pendras à cette émotion
tu seras enchanté
et très vite comme un jeune prince
crédule et compatissant
tu prendras sur toi des tâches que personne
ne t’aura demandées
bien-sûr quand tu viendras
tu devras bien prendre quelque décision
le mieux à faire
c’est de tenir tête [de résister]
comme nous tous
montres-moi la bague
prouves-moi que tu es frère
moi aussi dernièrement j’ai appris
des choses sur notre père
rien n’a changé
pas même l’esclavage
avec sa mort
et elle quand elle apprendra qu’il viendra
terrifiée elle ne veut pas même entendre son nom
tu dois savoir bien-sûr que nous ne cherchons pas de maître
nous ne voulons devenir les pantins de personne
toi bien-sûr tu vas croire Phoebus
comme s’il dirigeait mieux son troupeau
et ce jeu au lécythe que tu prépares
qu’est-ce que tu vas en faire à quoi bon
une renommée plus flamboyante encore
je vais vraiment avoir mal
mais plus mal encore parce que personne ne se souviendra de toi
personne n’aura besoin de toi
car personne n’attend quoi que ce soit de ta part
seul le vieillard qui t’aida à fuir avant sa mort espère
voir un changement (quel changement il ne le sait même pas il n’en a que faire c’est de l’amour [c’est qu’il t’aime])
il a perdu la raison comme tous les hommes de cet âge
je pense encore – mais je ne le crois pas
si jamais tu ne devenais pas comme les autres
alors à nouveau c’est moi qui devrai consoler, enlacer, enfanter le peuple
pendant que toi tu seras souverain
et les hommes au lieu de devenir plus sages au cours des ans
deviendront de plus en plus sournois
de plus en plus durs pleins de haine et de mensonge
à l’heure où furieux tu
reconnaitras une serve à ma place
et ton pays tu ne le reconnaitras même pas
pourquoi avoir tant tardé?
Pourquoi te dire tout ça? Et pourtant même si cela devait nous séparer à nouveau
je te le dirai – je ne dois plus rien te cacher
et toi à ton tour de le faire envers nous
nous devons tous apprendre la vérité
n’importe qui tu es, dis-le [celui que tu es, dis-le]
n’importe quoi que ce soit, cries-le [ce qui est, cries-le]
et moi qui suis-je?
la force de la vie est entre les mains de tous
parmi les femmes je tiens ma place
celle qui arrache les couilles de ce pouvoir
je sais que plusieurs se sont résignés
que d’autres encore ne le savent même pas et ils s’en moquent
et pourquoi en serait-il autrement puisque le pouvoir existe
et que nous autres ne vivons pas tous ensemble
nous ne sommes plus nous-mêmes
nous ne savons plus quelles bêtes nous sommes désormais [
premièrement et surtout
nous devons accepter ce qui existe autour de nous
mais ceux qui l’ont compris comment vivront-ils?
comment peuvent-ils vivre si ce n’est
avec l’assurance d’avoir vécu une autre vie
je me réfère aux paysages perdus
tout cela parce que jamais
je ne pourrai vivre la vie que je désire
ma liberté quotidienne pleine de création et de volupté
comment vivre mon anniversaire de soixante ans
si ce n’est en mourrant chaque jour
en crachant sur cette société de merde
je ne veux être l’exemple de personne
je défends à quiconque de m’utiliser de la sorte
je ne suis le souverain de personne
j’espère toutefois devenir un peu le souverain de moi-même
peut-être qu’alors je pourrai enfin le [me?] laisser - aux prises avec sa [ma?] liberté - vivre
si seulement tu pouvais en en massacrant un
faire tomber le pouvoir une fois pour toutes
Brutus a essayé Judas aussi
mais le peuple n’a pas le même sentiment
ou du moins il n’a pas montré de tels signes
autrefois peut-être
quant à certains malins qui vivent eux aussi de souvenirs
ils se sont dévoilés désormais aux yeux du peuple
ils s’étaient dévoilés trop peu jusqu’ici
ou bien alors c’est que le peuple ne s’en soucie guère
je ne sais pas tout est possible tout ce que je sais c’est qu’ils tiennent tête [qu’ils résistent]
ne t’attends pas à des fanfares et des drapeaux
moi j’ai foi en cette légère résistance à l’usure quotidienne
qui est aussi connaissance de l’usure
et prise de conscience qu’il faut que de plus grandes choses se fassent
je vis depuis des années patiente en esclave
la patience m’a enseignée
de vivre en esclave mais reine
pourquoi les femmes doivent-elles se lamenter?
Pourquoi doivent-elles dire adieu?
Quand nos ancêtres sacrifiaient des hommes
ils massacraient des hommes et des femmes indifféremment
comme je voudrais que tu fusses possédé
les rumeurs et les faits
les rumeurs et la dégénérescence
du pays et la mienne
comme je voudrais qu’elles soient pour toi répugnance
et résiliation [annulation]
un amour
qui n’est plus qui a tari
tu n’as plus {..?]
je suis heureuse de ne plus posséder personne
et j’ai peu à peu commencé à me prendre en main
le seau tombe
tombe l’amertume – elle fouette
il en revient plein
en lui mon apparence se ravive
d’en dessous
le seau monte avec peine
mon apparence glisse
une main au fond
la main sur mon visage
je souris comme si mon corps te parlait
toujours sous le joug de tyrans féroces
les opprimés deviennent un avec le peuple
la gloire, dis-tu, te convient
si tu tues un tyran
la tyrannie ne s’efface pas
une telle décision
même si nous la prenons ensemble
quel intérêt qu’un peuple soit oppressé
nous vivons tous notre propre conflit dans ce système
je sais où nous conduira cette affaire
érranger dans la ruche
feu qui ne laisse point de cendres – mais si l’étranger
veut y laisser la force de son poing
il pourra enfin trouver sa voie
à moins qu’il ne s’enfuie chassé étranger
à la recherche d’un autre pays peut-être même le sien
peut-être chassé de lui-même
je redoute la passion que je n’ai pas connue
je crois en elle
quoi qu’il advienne
quoi que j’aie le courage de te dire dans mon émotion
ça m’est égal quoi qu’il en soit
et si jamais tu m’enlèves une douleur intime
je crains que tu n’en ajoutes une autre plus terrible encore
lorsque nous (toi et moi?) prendrons le pouvoir
comment ai-je pu ressentir tout cela
avec toutes ces pensées que j’ai faites
le pays a changé et moi
c’est comme si j’étais convaincue qu’un autre monde existe
je soulève le seau
et l’eau sent la terre
comme le corps d’Agamemnon
ce n’est pas ce corps-ci
ce n’est pas cette eau-ci
c’est la vie qui danse
de mon corps
en se suicidant et chaque instant
tous les hommes changent
des forces magiques dans leurs mains comptables
surgissent [émergent]
ils vivent l’eau qu’ils boivent de sa bouche
pluie ou jeune-fille
ils vivent en secret et ils tiennent bon [résistent]
n’est-ce pas ainsi que nous survivons tous?
(un jour nous demanderons à vivre chez nous partout)
je vous retrouve yeux compagnons
eau et éclair
dans mes yeux tes yeux
toujours avec le même désir
nous sommes tous ensemble
et chacun est décidé
à danser la vie
moi, même si je fais la “guerre”
je ne resterai pas vierge
amphore vouée à un dieu
qui te brise par mégarde manche d’un touriste minotaure enragé
non je laisserai mes cheveux pousser
belle terrienne je ferai tout pour que tu me reconnaisses
quelle honte de laisser paraître ma honte
donnez-moi la main pour aller à la fête
face aux bourreaux
face à la mort
face à tout pouvoir
nous tous et chacun de mener la danse en premier [et que chacun mène la danse]
...
an everyday electra
you're not made for murders Orestes dear
lived far away all this time
don't even know the streets
the neighborhoods
what good are photographs to you
with memories
of our father
leader
of winners
that never won
also as younger I might be
talking like this you've
lived in other countries where
you may think power belongs to
those it should _ yet every time I
bring the water jug I know I' ll
cool him now he's singing
I am patient
we won't grow older
we keep on playing all kinds of games
without shame
in fact I am don't be surprised
the wife of the layman I happened to marry-
what a greater murder against mother -
I'm also thinking of bearing a real child with him
oh does he know how to sing
whenever I bring him the water jug
even though he may be silent
he' s always got new songs to teach me
every morning I see him ride the white horse
how did he know ?
how did he know?
I am certain
I walk with him together
what will rain or wind whistle into our ears ?
a too- well - known question you may say
a trifling talk
what will become of the streets you know
when they become filled with million thunders? and what of you ?
they'll recognize you,let's say,
do not forget you are no Oedipus,no Christ and no Hitler
but do wear a golden laurel wreath if now you will
it's not a shame when it could fit on others heads
no one looking strange at you in public no one
suffering from some authority
what I'm thinking right now
I may not tell you
I know
the moment you enter furious
and set foot on my door
with god-like appearance
[ your clothes perhaps,or propably
a foreign accent by now ? ]
hand grasping sword
and yet a tender heart
I know that won't have changed
you will be touched to see this place
you'll cling to being touched
you'll be excited
and like a noble son at heart
so easily convinced and full of pity
you'll take at once upon yourself responsibilities
nobody asked you
in case you come, that is,
you must make your mind up somehow
best thing you might do would be
resist as we do
show me the ring then
let's see are you my brother
and as of late I too have heard
things about the king our father
in no way has
slavery
changed with his death
as for her Majesty
in case she hears that HE's returning
-even the sound of his name she dreads-
you must have known of course
our problem isn't whom to follow
or whose pawns we should become
hear you will for certain what Phoebus has to say
as if he were a hot shot boss
and that dramatic entrance shit with
your ashes-bearing lecythos
is it necessary ? why this seeking for superfluous fame ?
I'll be in great pain in fact
but more than anything because
nobody will remember you
or need you or expect a thing from you
only the old man who helped you escape
is hoping for a change before he dies
[ what kind of change he doesn't know or even care
except he loves you ]
he's getting senile like all men of such old age
I'm even thinking - but don't believe it-
whether you as well turn out to be like the others
and then again it will be me
consoling embracing and giving birth to people
that dictator you shall rule
and men, instead of growing wiser with age,
will keep on growing cunning mean
harder and full of lies and hate
when furious you will discover
a slave instead of me
the place you won't even recognize
what took you so long to come ?
why should I be telling you all this?
but I will
although it may make us split again
no more should I hide from you
than you from me and all of us
from the truth
come, say what you are
what it is,cry it out
who am I ?
life power is in everybody's hands
among women I keep my place
that pulls the balls off this authority
I know many have accepted it by now
others don't know or do not care
how else could it be really
when authority does exist
and we don' t live together
it isn't even us
nor do we know what the hell we are by now
number one
we should accept what's going on around us
yet how will they make it the ones who know ?
how else can they live
except in certainty that they are living
a different life
I mean those lost landscapes
it all begins in inability to ever live
the life I crave
my daily freedom full of creativity and pleasure
how can I live my sixty years of celebration
except by dying everyday
spitting on this shit of a society
I don't want to be an example to any one
and won 't allow anyone to treat me that way
I'm nobody's leader
but hope to be one myself somehow
thus leaving myself a victim in my freedom's hands
at last to live
if killing one of them
made authority collapse once and for all
Brutus and Judah tried it
people don't feel that way
or that's what they've shown
in recent times at least
as for the smart asses hooked on memories themselves
people already know the truth about them
but only so little
or it's so little that the people care
I don't know , all is possible
what's for certain is that people resist
do not expect a big uproar or banners
I only trust this little everyday resistance to erosion
this knowing of erosion in fact
to realise that things far greater must be done
for years I have lived in patience a slave
and patience taught me how
to live the life of a noble slave
why is it that mourning befits women ?
why that bidding farewell befits women ?
when our ancestors sacrificed human flesh
both men and women were slain
how do I wish these rumors of things that happened
rumors of the predicament of our city
or my predicament
I wish you stamped them out like
the end of a romance
the end of a give and take
I'm glad I'm nobody's leader any more
and, little by little, have begun to take the lead of myself
the water dipper falls in
bitterness falls splashing
now pulled back up filled
clean my face reborn
from far down there heavy to pull
a sliding face my face
and over it my hand
an eel at the bottom
I'm smiling looks like my body speaks to you
always under horrid tyrants
the persecuted few will join the people
you say you are a man of glory
but having killed a tyrant won't abolish tyrany
we may both decide to do it
and yet to what avail a people under tyrany
all of us living in conflict with this system
I know what this story's leading to
your coming as a stranger amongst our crowd
a flame that leaves no ashes
yet if this stranger desires to leave
a trace of his powerful fist
will he then be able to find himself again
or will he be ousted a stranger always
looking for another city perhaps even his own
ousted even by his own self perhaps
I fear this passion unknown passion
I believe in it
whatsoever happens in the end
whatsoever I find the courage to say to you
in all my emotion when I see you
to me its all the same after all
you may free me from a personal sorrow
but won't you give me another sorrow
heavier perhaps
in case we -me too?-become the rulers
how could I have felt all this myself
with all these thoughts
the place has chaned and I
seem certain that another world exists
I lift the jug
the water smells like earth
as Agamemnon's body
this is no body
this is no water
it's life dancing out of my body
killing itself from moment to moment
all people are changing
magical powers out of their accounting fingers
sprouting
they live the water they drink
the rain or girl
from their mouth
and somehow make it stealthily and bear it through
isn't this the way we all survive ?
the time will come when we seek our home in each and every place
I find you again fraternal eyes
thunder and water
in my eyes your eyes
always the same craving
we're all together
and each of us committed
to dancing life
I may be going to "war"
but I shall not remain a virgin
a holy vase devoted to some god
breaking at last by mistake
by the passing sleeve of a crazy tourist minotaur
no I'll let my hair grow alright
handsome earthen I won't let you
take me for another
what shame it will be to let my shame be shown
give me your hand let's go on the feast
let's face executioners
face death
face all authorities
all of us and each one
let's lead the dance
Athens 1971
Translated by E.Tsakiridis
...
Music by Dimitri Zafireli.
Μουσική από τον Δημήτρη Ζαφειρέλη.
https://www.youtube.com/watch?v=shygkvW0uYY
Παρουσίαση στην Ελληνοαμερικανική ένωση:
https://www.youtube.com/watch?v=RRvEvcH_JRM
https://www.youtube.com/watch?v=kmi-kdxi2x8
e shop by EMSE :
www.emse.gr/shop/index.php?target=products&product_id=252
Ελισάβετ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
Κωστή (Τριανταφύλλου), ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΗΛΕΚΤΡΑ (1971)
Ο Κωστής Τριανταφύλλου είναι ένας καλλιτέχνης πληθωρικός. Επιπλέον, και όχι συνεπώς, δημιουργεί έργα +ολικά, αποτελούμενα ταυτόχρονα από πολλές καλλιτεχνικές «ολικότητες». Και κάθε λόγος για το έργο του τείνει να γίνει πληθωρικός (δεν ξέρω, εάν και +ολικός): πρέπει να είναι και περιγραφικός και ιστορικός και κριτικός και θεωρητικός και πολιτικός συγχρόνως. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τον λόγο περί της Καθημερινής Ηλέκτρας, που συγκεντρώνει συγχρόνως τις αρχετυπικές και καθαρές εκδοχές της βασανισμένης και βασανιστικής συνομώτριας, αλλά και τις ιστορικοποιημένες επαναστατικές της υλοποιήσεις, της συλημένης από βαρβαρότητα σοσιαλίστριας που τελικά επιλέγει την αυτοδυναμία.
Η Ηλέκτρα, η ηρωίδα και των τριών αρχαίων δραματουργών, αλλά και του Χόφμενσταλ, του Ζιρωντού, του Ο’Νηλ, του Σαρτρ, της Γιουσενάρ, του Ρίτσου, του Καμπανέλλη και άλλων εμφανίζεται κι εδώ, και για μια ακόμη φορά μπαίνει στην σκηνή με τη στάμνα και αυτοσυστήνεται. Είναι όμως αυτή μία Ηλέκτρα που μιλάει από αγάπη –μοιάζει πιο πολύ με την Αντιγόνη. Μια αδελφή που θα ευχόταν να έχει ο κάθε εκτελεστής βεντέτας, ο κάθε Όρσο ντελλα Ρέμπια, μία τρυφερή Κολόμπα. Αγαπάει το τραγούδι και έχει επίγνωση της πραγματικότητας.
Η Ηλέκτρα λοιπόν ξεφεύγει από την εμμονική δραματικότητα της τραγωδίας και αποκτά ένα οικείο πρόσωπο. Παύει να είναι τοτέμ και γίνεται άνθρωπος. Επιπλέον, έχει τα χαρακτηριστικά ενός καλλιτέχνη, δεν γερνάει και παίζει παιχνίδια. Αποδέχεται το τέλος ως μέρος της αρχής. Αναγνωρίζει τον ξεπεσμό, την πτώση της τάξης της. Έχει μάθει να ζει ως μη αριστοκράτης και ως «καθημερινή» απολαμβάνει την υπόσταση της νέας ταξικής της συνείδησης, που της προσδίδει αυτονομία, δημιουργικότητα και αγάπη.
Επιπλέον, η Ηλέκτρα υπενθυμίζει στον Ορέστη την ανάγκη ανεύρεσης μία νέας ταυτότητας του εαυτού του, λιγότερο τραγικής. Ο Ορέστης δεν πρέπει να είναι ο Οιδίποδας, ο Χριστός ή ο Χίτλερ. Αυτή η νέα ταυτότητα προβάλλει την δυνατότητα επέμβασης επί της μοίρας και αναγνώρισης της πραγματικότητας: το χρυσό στεφάνι της εξουσίας που μπορεί να εφαρμόζει «πάντοτε σάλλο κεφάλι» είναι μία μύηση σε μία νέα πολιτική συνείδηση, απομακρυσμένη από κάθε κυριαρχικό κεφάλι.
Αυτό το καινούργιο ανθρωπιστικό πρόσωπο θα γεννηθεί στους γνωστούς του δρόμους, τους γεμάτους χιλιάδες κεραυνούς –το σήμα κατατεθέν της εικαστικής δημιουργίας του Κωστή Τριανταφύλλου. Οι κεραυνοί αυτοί, (μαγιάτικοι του 68, αστικοί και υπαίθριοι, γοητευτικοί και τερατώδεις) που συνδυάζουν την εκρηκτική μαγεία της φύσης με την επέμβαση μίας δημιουργικής και επαναστατικής ενέργειας επί της ζωής, δημιουργούν ένα φυσικό, ακαριαίο και δυναμικό πεδίο αλλαγών.
Η κεραυνοβόλος αργοπορημένη έλευση του μετανάστη Ορέστη ως ξένου, με τρυφερή καρδιά και με καλοπροαίρετη αφέλεια, προβλέπεται από την Ηλέκτρα. Η άφιξη του ξένου που πέπρωται να λύσει την ύβρι, αλλά απέχει πια από αυτή είναι κομβική άλλωστε σε κάθε αφήγηση εκδίκησης. Με μια γλώσσα καθημερινή, η πρώην βασιλοπούλα κάνει αντίσταση και προτρέπει προς την αντίσταση (το καλύτερο πούχεις να κάμεις/ είναι ν’ αντισταθείς/ μαζί μ’ όλους εμάς). Η νέα αυτή ακτινοβόλος Ηλέκτρα λύνει τους κόμπους της βαθμιαίας, εγωπαθούς λιβιδινικής αυτοκαταστροφικότητας μέσω της συμμετοχής της σε ένα συλλογικό όραμα: «σε τίποτε δεν άλλαξε η σκλαβιά με τον θάνατο του πατέρα», λέει.
Η επέμβαση του μοναδικού αρχοντόπουλου που μόνον αυτό θα λύσει με την βία την βίαιη κατάχρηση της εξουσίας είναι πια περιττή, αφού τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα όσο ο Τύραννος βρισκόταν εν ζωή, ή δεν θα είναι όταν θα πεθάνει. Το βασικό όπλο εναντίον της εξουσίας είναι η δημόσια δήλωση της ταυτότητας: «ό,τι είσαι πέστο ό,τι είναι διαλάλησέ το/ ποια είμαι εγώ;». Το απαραίτητο στοιχείο για την διαμόρφωση του εγώ είναι ο προσδιορισμός όχι μόνον του «ποια είμαι» αλλά και του «ποιοι είμαστε». Η ζωή μετά την σκλαβιά της βίας και της στέρησης ελευθερίας χρειαζόταν λύσεις και στηρίγματα: στην καταπίεση των μειονοτήτων και των λαών, στην αποικιοκρατία, στον βασανισμό και στην θυσία, πρέπει να αντιπροταθεί η αυτοδιάθεση και ο αυτοκαθορισμός.
Ο τρόπος αντίστασης που προτείνει η Ηλέκτρα είναι η καθημερινή αντίσταση στην φθορά. Πρόκειται για το παράδειγμα του καλλιτέχνη επαναστάτη και όχι μόνο του πολιτικού επαναστάτη. Η Ηλέκτρα δεν είναι το πρόσωπο που «ψάχνει για τεράστιες φασαρίες και παντιέρες» αλλά αυτό που έχει πλήρη επίγνωση του εγώ και του εμείς του και επεμβαίνει με την «γνώση της φθοράς» και με απόλυτη συνείδηση της περιβάλλουσας πραγματικότητας και της ανάγκης «πιο μεγάλα πράγματα να γίνουνε». Η καθημερινή Ηλέκτρα είναι συγγενής με την Ηλέκτρα του Θιάσου του Αγγελόπουλου, η μεγάλη αδελφή των Ατρειδών που συνυπάρχει με την ιστορία ως καλλιτέχνης.
Το θέμα της εξουσίας λοιπόν είναι προσωπικά πολιτικό και έχει να κάνει με την αυτοδυναμία που εγκαθίδρυσε η δεκαετία του ‘60 στην ανθρώπινη βούληση και τέχνη του δυτικού κόσμου. Ο θάνατος του τυράννου, δεν επιφέρει το τέλος της τυραννίας. Ο τύραννος είναι αναλώσιμος και η τυραννία αιώνια. Η Ηλέκτρα μοιράζεται την συλλογική οργή εναντίον όσων «είναι ευχαριστημένοι αν γνωρίζουν τι να φοβηθούν» την κατάρα εναντίον της τυραννίας και την ευλογία σε αυτούς που την μάχονται, όπως αντίστοιχα την εκφράζει η συνονόματή της κεντρική περσόνα του Ούγγρου Μικλός Γιαντσό στην ταινία του Αγάπη μου Ηλέκτρα του 1974.
Η Ηλέκτρα λοιπόν προκύπτει από τις νέες μορφές αντίδρασης στην εξουσία που προκαλεί η δράση των πιο επαναστατικών δεκαετιών μετά το 50 σε Ευρώπη και Αμερική. Κυρίως αυτές σχετίζονται με την καλλιτεχνική επέμβαση επί του ψυχροπολεμικού μίσους και της βίας, και την δημιουργία καταστάσεων εντός του συστήματος, όπως μεταξύ άλλων η αριστερή κολεκτίβα του ‘50 και ‘60 «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» του Καστοριάδη που απέκτησε το ελληνικό της παρακλάδι την εποχή της Ηλέκτρας και άλλων κειμένων του Κωστή. Η αλλαγή της αντίληψης γύρω από την εξουσία, την επανάσταση και την συμμετοχή φυτρώνει μέσα από τον θάνατο των παλιών σωμάτων και την ζωή των νέων. Έτσι η Ηλέκτρα, νικηφόρα και χωμάτινη, παίρνει στα χέρια της την εξουσία της αντίδρασης στην εξουσία, μέσα από την γιορτή του εμείς, ενσωματώνοντας σε αυτό και τον Ορέστη, ουσιαστικά μυώντας τον στο χορευτικό ιωβηλαίο της έγερσης και της μεταβολής.
Η Ηλέκτρα είναι αυτή που προβλημάτισε τον Φρόιντ, εφόσον δεν συνέκλινε με την εικόνα του ανώριμου και αφελούς πλάσματος που ζητούσε ολοκλήρωση μέσω του άνδρα. Παρακολουθεί τα γεγονότα ρεαλιστικά, με γνώση και κατανόηση. Δεν δρα πριν να σκεφτεί, όπως ο Οιδίποδας, αλλά σκέφτεται πριν δράσει, και σκέφτεται αλλά δεν δρα. Στο ποίημα του Κωστή η Ηλέκτρα αποτραγικοποιείται. Δεν είναι ούτε δολοφονική, ούτε αιμομικτική. Δεν μισεί τον εαυτό της, την μητέρα ή τον άνδρα της. Εκπροσωπεί την τόλμη και την πρωτοποριακότητα του εκτός, ως και αναγνωρισμένου αλλά και ανοίκειου. Η κλασική προ-αληθής Ηλέκτρα εδώ χειραφετείται από την αρενοποίησή της ή την υπό διαμόρφωση ταυτότητά της, καθώς περνά σε μία απόλυτα συνειδητή δράση μέσω των νέων συλλογικοτήτων αντίδρασης που έχουν διαμορφωθεί.
Επιπλέον, η εναλλακτική δύναμη του ξένου, που, όταν δεν ψάχνει για έναν άλλον δικό του τόπο, μπορεί να βρει τον εαυτό μέσα από την ένταση της εξέγερσης, είναι φανερή στο ποίημα. Η βεβαίωση, λοιπόν, πως ένας άλλος κόσμος υπάρχει, κάνει την ζωή να «χορεύει/ απ’ το κορμί». Η ενθύμηση του ξένου λειτουργεί πρώτα ερωτικά και κατόπιν πολιτικά. Σε μία αντανάκλαση του Ορέστη του Ρίτσου, η προσδοχή του Ορέστη ασκεί κριτική στην αφαίρεση, την τελετουργία και την υποχρέωση, στην επαναφορά και την ανταπάντηση μέσα σε έναν κύκλο αίματος. Η άρνηση των γαμικών κανόνων της προϊστορίας προς την ισότητα και την ελευθερία της πολιτείας δημιουργεί την μεταστροφή του χορού της Ηλέκτρας σε animalia politica, και αυτήν σε ένα θαυμαστό γυναικείο επαναστατικό μοντέλο.
Το ποίημα μας γεννά όμως μία ανησυχία: Εφόσον η Ηλέκτρα πλέον είναι καθημερινή, ποια είναι σήμερα τα καινούργια αντικείμενα που θα βρούμε για να ικανοποιήσουμε την επιθυμία μας για απόδοση του αρχετυπικού μας εκδικητικού ψυχισμού;
Ελισάβετ Αρσενίου
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Ουτοπία, πρώτο τεύχος του 2016.